- φληναφώ
- (ε, а) αμετ. уст. болтать, пустословить, нести вздор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φληναφώ — άω, Α βλ. φληναφώ. φληναφῶ, έω, ΝΜΑ, και φληναφῶ, άω, Α φλυαρώ, μωρολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φλήναφος] … Dictionary of Greek
φληναφῶ — φληναφάω chatter pres imperat mp 2nd sg φληναφάω chatter pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φληναφάω chatter pres ind act 1st sg (attic epic ionic) φληναφάω chatter pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) φληναφάω chatter pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλήναφος — ο, ΝΜΑ αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί αρχ. φλυαρία, μωρολογία. επίρρ... φληνάφως Α με φληναφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φλήναφος και το ρ. φληναφῶ είναι λ. τού καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. φλην / φλᾱν το οποίο πρέπει να … Dictionary of Greek
καταφληναφώ — καταφληναφῶ, έω (Α) (για τους αιρετικούς) λέγω ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φληναφώ «φλυαρώ, λέω ανοησίες»] … Dictionary of Greek
φλήνος — ήνεος και ήνους, τὸ, Α φλήναφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί διόρθωση ενός τ. φλῆφος και πρέπει να συνδεθεί με τα φλήναφος, φληναφῶ] … Dictionary of Greek
φληνάφημα — το, ΝΜΑ [φληναφώ] φλυαρία, μωρολογία, σαχλαμάρα … Dictionary of Greek
φληναφεύω — Α [φλήναφος] φληναφώ … Dictionary of Greek
φληνύω — Α φληναφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. φλήναφος*] … Dictionary of Greek